- περιναιέτης
- ὁ, Α [περιναιετώ]περίοικος, γείτονας.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
περιναιέται — περιναιέτης one of those who dwell round masc nom/voc pl περιναιέτᾱͅ , περιναιέτης one of those who dwell round masc dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεταναιέτης — μεταναιέτης, ὁ (Α) αυτός που κατοικεί με κάποιον, που συγκατοικεί, ο συγκάτοικος («παῑδας δ ἤματα πάντα ἑοῡ μεταναιέτας εἶναι», Ησίοδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α) * + ναιέτης «κάτοικος» (< ναιετῶ «κατοικώ»), πρβλ. περιναιέτης] … Dictionary of Greek
περιναιετάων — περιναιετά̱ων , περιναιέτης one of those who dwell round masc gen pl (epic aeolic) περιναιετάω dwell round about pres part act masc nom sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)